- συναδελφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται σε συναδέλφους: Δεν υπάρχει ανάμεσά τους συναδελφική αλληλεγγύη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναδελφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνάδελφο («συναδελφική αλληλεγγύη»). επίρρ... συναδελφικώς και συναδελφικά, Ν με συναδελφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδo] … Dictionary of Greek
συναδελφικότητα — η, Ν [συναδελφικός] αλληλεγγύη μεταξύ συναδέλφων … Dictionary of Greek